σούσουρο

σούσουρο
το
(λ. ιταλ.), ψίθυρος, κουτσομπολιό: Έγινε μεγάλο σούσουρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σούσουρο — το, Ν 1. ψίθυρος 2. υπόκωφος θόρυβος 3. μτφ. α) δυσφήμιση, διασυρμός β) σκάνδαλο («έγινε μεγάλο σούσουρο γύρω από το όνομά της»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sussurro] …   Dictionary of Greek

  • θροΐζω — (ΑΜ θροώ, έω, Μ και θροΐζω) 1. προκαλώ θρόισμα, ψιθυρίζω, κάνω σούσουρο 2. μέσ. θροΐζομαι φοβούμαι, ταράσσομαι νεοελλ. μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) θροϊσμένος, η, ο τρομαγμένος μσν. θορυβώ, ταράζω αρχ. 1. φωνάζω δυνατά 2. θορυβώ 3.… …   Dictionary of Greek

  • θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… …   Dictionary of Greek

  • σουσουριάρης — ο, θηλ. σουσουριάρα, Ν αυτός που τού αρέσει να δυσφημεί τους άλλους, να δημιουργεί σκάνδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούσουρο «θόρυβος, δυσφήμιση» + κατάλ. ιάρης (πρβλ. σκανδαλ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • τσαμπουκάς — ο (λ. τουρκ.) 1. επουλωμένη πληγή που έγινε με ξυράφι στο βραχίονα και κυρίως στον καρπό του χεριού ανθρώπου του υποκόσμου, χαρακιά στο χέρι: Είναι γεμάτος τσαμπουκάδες. 2. τατουάζ (βλ. λ.). 3. μάγκικη, μόρτικη συμπεριφορά, ζοριλίκι, νταηλίκι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”